Fernando Pessoa



Ο Φερνάντο Πεσσόα ήταν πορτογάλος ποιητής, δοκιμιογράφος και θεατρικός συγγραφέας (1888-1935). Τα περισσότερα από τα έργα του δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του. Εκτός από τα έργα που υπέγραφε με το όνομά του (το "ορθώνυμό" του), χρησιμοποίησε μια σειρά από "ετερώνυμα" (τα πιο γνωστά: Alvaro de Campos, Ricardo Reis και Alberto Caeiro, στον χώρο της ποίησης, Bernardo Soares στον χώρο της πεζογραφίας - ο συγγραφέας του "Βιβλίου της ανησυχίας"). Σε μια βιβλιογραφία του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Παρουσία" ("Presenca"), το 1928, ο ίδιος ο ποιητής σημειώνει: "Τα έργα του Fernando Pessoa ανήκουν σε δύο κατηγορίες, που ονομάζουμε ορθώνυμα και ετερώνυμα έργα. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ανώνυμο ή για ψευδώνυμο, γιατί δεν πρόκειται γι αυτό. Στην περίπτωση του ψευδώνυμου, το έργο είναι του δημιουργού προσωπικά, αλλά υπογεγραμμένο μ ένα όνομα που δεν είναι το δικό του· το ετερώνυμο έργο είναι του δημιουργού έξω από το πρόσωπό του, είναι μια πλήρης προσωπικότητα, που έπλασε ο ίδιος, όπως θα ήταν τα λόγια ενός προσώπου σ ένα δράμα του". Ο Pessoa θεωρείται ένας από τους ριζικότερους ανανεωτές της σύγχρονης λογοτεχνίας στις αρχές του 20ου αιώνα.
 
H μόνη αθωότητα


Ο Φύλακας του πρόβατου ΙΙ
.
Η ματιά μου είναι καθαρή σαν ενός ηλιοτρόπιου.
Είναι συνήθεια μου να περπατάω τους δρόμους
Κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά
Και μερικές φορές κοιτάζοντας πίσω μου,
Και ότι βλέπω κάθε στιγμή
Είναι ότι δεν είδα πριν,
Και είμαι πολύ καλός στο να παρατηρώ πράγματα.
Είμαι ικανός να νιώθω τον ίδιο θαυμασμό
Που θα ένιωθε ένα νεογέννητο παιδί
Αν παρατηρούσε ότι είχε πραγματικά και αληθινά γεννηθεί.
Νιώθω κάθε στιγμή ότι έχω μόλις γεννηθεί
Σ’ έναν εντελώς καινούργιο κόσμο…
Πιστεύω στον κόσμο όπως σε μία μαργαρίτα,
Επειδή τον βλέπω. Αλλά δεν τον σκέφτομαι,
Επειδή το να σκέφτεσαι είναι το να μην κατανοείς.
Ο κόσμος δεν φτιάχτηκε για εμάς για να τον σκεφτόμαστε
(Το να σκέφτεσαι είναι να έχεις μάτια που δεν βλέπουν καλά)
Αλλά να τον βλέπεις και να είσαι σε συμφωνία.
Δεν έχω καμία φιλοσοφία, έχω αισθήσεις…
Αν μιλώ για τη Φύση δεν είναι επειδή γνωρίζω τι είναι
Αλλά επειδή την αγαπώ, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο
Επειδή αυτοί που αγαπούν δεν γνωρίζουν τι αγαπούν
Ή γιατί αγαπούν, ή τι είναι η αγάπη.
Η αγάπη είναι αιώνια αθωότητα,
Και η μόνη αθωότητα είναι να μην σκέφτεσαι…
.
F e r n a n d o   P e s s o a    [ A l b e r t o   C a e i r o ]  (1888-1935)
Μετάφραση: Ι π τ ά μ ε ν ο ς Ο λ λ α ν δ ό ς

 ~~~~



~~~

Είμαι φυγάς

Το Alentejo από το τραίνο

Το τίποτα με γύρω του το τίποτα παντού
και λίγα δέντρα ανάμεσα
όχι και τόσο πράσινα,
μήτε λουλούδι μήτε ποταμός εδώ.
Κόλαση αν υπάρχει, τότε την έχω βρει,
γιατί αν δεν είν’ εδώ, πού, πού στο Διάολο είναι;

Είμαι φυγάς

Είμαι φυγάς,
μόλις γεννήθηκα
μ’ έκλεισαν μέσα μου
αλλά διέφυγα.
Μέσ’ από κάμπους και βουνά,
ελπίζω η ψυχή μου
ποτέ να μη με βρει.

Γιατί επιθυμώ

Γιατί επιθυμώ
αυτά που δε χρειάζομαι;
Γιατί η ψυχή μου, σαν φωτιά
ή σαν μια φλογισμένη, αφηρημένη απληστία,
πάντα το υψηλό αναζητά;

Γιατί αν όχι επειδή
η ψυχή, ψυχή είναι;
Ποιος να την ξέρει την αιτία
όταν στα γενικά είναι σκορπισμένη
στους νόμους της κρυμμένη;

Αλλά δεν έχει σημασία.
αυτό που αληθινά με μαραζώνει
είναι η ένταση της σκέψης
που η μάταιη αναζήτηση μου φέρνει
αυτού που επιθυμώ αλλά δε βρίσκω.

Λάμπει χαρούμενος ο ήλιος

Λάμπει χαρούμενος ο ήλιος
είν’ τα χωράφια πράσινα και χαρωπά
αλλά η δική μου η καρδιά πονά
για κάτι μακρινό
για σένανε πονά,
για το δικό σου το φιλί
κι η αλήθεια του
δε με πολυενδιαφέρει.
Μονάχα εσύ.

Ξέρω πώς λαμπυρίζει η θάλασσα
κάτω απ’ τον ήλιο του καλοκαιριού
και ξέρω πώς αστράφτουνε τα κύματα
όλα μαζί και το καθένα χωριστά
μα είμαι μακριά σου,
πολύ, πολύ μακριά σου
κι αυτό είναι που με νοιάζει αληθινά.
Μονάχ’ αυτό.

Ω ναι, λαμπρός ο ουρανός
έτσι που είναι γαλανός,
ο αέρας και το φως μαζί
ω ναι, υπέροχος καιρός αλλά

τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά δεν είσαι
κι απ’ το φιλί σου απουσιάζω
κι αυτό είν΄ αλήθεια λυπηρό
εδώ.
Λείπεις μονάχα εσύ.


F e r n a n d o   P e s s o a  Poemas ingleses (English Poems)
Μετάφραση : Σ π ύ ρ ο ς Η λ ι ό π ο υ λ ο ς

~~~

Όποτε γράφουμε ή μιλάμε ή κάνουμε

Όποτε γράφουμε ή μιλάμε ή κάνουμε εκτός από το να κοιτάμε
Είμαστε πάντα αφανείς. Το τι είμαστε
Δεν μπορεί να μεταγγιστεί σε λέξη ή βιβλίο,
Είναι η ψυχή μας απείρως μακρυά από εμάς.
Όσο και αν δίνουμε στις σκέψεις μας τη θέληση
Να είναι η ψυχή μας και το χειρονομούμε εξωτερικά,
Οι καρδιές μας δεν είναι ακόμη μεταδοτικές.
Σε ότι δείχνουμε τους εαυτούς μας μας αγνοεί

Η άβυσσος από ψυχή σε ψυχή δεν μπορεί να γεφυρωθεί
Από οποιαδήποτε ικανότητα της σκέψης ή τέχνασμα ομοιότητας.

Μέσα στους εαυτούς μας είμαστε συμπυκνωμένοι
Όταν θα θέλαμε να εκστομίσουμε στη σκέψη μας την ύπαρξη μας.
Είμαστε τα όνειρα των εαυτών μας ψυχές από αχτίδες
Και ο καθένας στον άλλο όνειρα από όνειρα άλλων.

F e r n a n d o   P e s s o a    [ A l b e r t o   C a e i r o ]  (1888-1935)
Μετάφραση: Ι π τ ά μ ε ν ο ς Ο λ λ α ν δ ό ς

~~~

Οι θεοί μας παραχώρησαν αυτήν την ελευθερία

Οι θεοί μας παραχώρησαν αυτήν την
Ελευθερία, να υποτάξουμε τους εαυτούς μας
Στην κυριαρχία τους με μια πράξη θέλησης.
Είναι καλύτερα να το κάνουμε αυτό
Αφού μόνο στην ψευδαίσθησή της
Βρίσκει η ελευθερία ύπαρξη.

Οι θεοί, τους οποίους αιώνια η μοίρα
Βαραίνει, δεν πράττουν αλλιώς
Στην ήρεμη και αρχαία
Αυτο-κυριαρχούμενη πεποίθηση
Ότι η ζωή τους είναι θεία και ελεύθερη.

Μιμούμενοι τους θεούς, εμείς, τόσο λίγο
Ελεύθεροι όσο αυτοί πάνω στον Όλυμπο,
Σαν αυτούς που πάνω στην άμμο
Παλάτια χτίζουν για την απόλαυση του ματιού
Ας χτίσουμε την ζωή μας έτσι ώστε
Οι θεοί να ξέρουν πως να μας ευχαριστήσουν
Που γίναμε συν - ισότιμοι.


Μετάφραση: Ι π τ ά μ ε ν ο ς Ο λ λ α ν δ ό ς


~~~

Ονειρεμένη ευχαρίστηση είναι ευχαρίστηση

Ονειρεμένη ευχαρίστηση είναι ευχαρίστηση, αν και μέσα σ' ένα όνειρο.
Αυτό που υποθέτουμε για τους εαυτούς μας γινόμαστε,
Αν μ' ένα εστιασμένο μυαλό
Επιμένουμε στο να το πιστεύουμε.
Έτσι μην επικρίνετε τον τρόπο σκέψης μου
Σχετικά με τα πράγματα, τα όντα, και την μοίρα.
Γιατί τον εαυτό μου τον δημιουργώ όσο
Δημιουργώ για τον εαυτό μου.
Έξω από εμένα, αδιάφορη για το τι εγώ σκέφτομαι,
Η μοίρα εκπληρώνεται. Αλλά εγώ εκπληρώνω τον εαυτό μου
Μέσα στα στενά όρια
Αυτού που μου έχει δοθεί ως δικό μου.


30 Ιανουαρίου 1927 - Fernado Pessoa (Ρικάρντο Ρέις)
Μετάφραση: Ι π τ ά μ ε ν ο ς Ο λ λ α ν δ ό ς

~~~

Με τον ίδιο τρόπο

Με τον ίδιο τρόπο που πλένουμε το κορμί μας,
θα έπρεπε να πλένουμε και το πεπρωμένο μας,
να αλλάζουμε ζωή, όπως αλλάζουμε ρούχα – όχι για λόγους επιβίωσης,
όπως κάνουμε όταν τρώμε ή κοιμόμαστε,
μα με εκείνο το σεβασμό που έχουμε σαν τρίτοι απέναντι στον εαυτό μας.

Μετάφραση: Ι π τ ά μ ε ν ο ς Ο λ λ α ν δ ό ς

~~~

Για να δεις τα χωράφια και τον ποταμό

Για να δεις τα χωράφια και τον ποταμό
Δεν είναι αρκετό να ανοίξεις το παράθυρο.
Για να δεις τα δέντρα και τα λουλούδια
Δεν είναι αρκετό να μην είσαι τυφλός.
Είναι επίσης απαραίτητο να μην έχεις φιλοσοφία.
Με την φιλοσοφία δεν υπάρχουν λουλούδια, μόνο ιδέες.
Υπάρχει μόνο ο κάθε ένας από εμάς, σαν μια σπηλιά.
Υπάρχει μόνο ένα κλειστό παράθυρο, και ένας ολόκληρος κόσμος έξω,
Και ένα όνειρο για το τι θα μπορούσαμε να δούμε αν το παράθυρο ήταν ανοιχτό,
Το οποίο δεν είναι ποτέ αυτό που βλέπουμε όταν το παράθυρο είναι ανοιχτό.

~~~

Εσένα, Χριστέ, δεν σε μισώ

Εσένα, Χριστέ, δεν σε μισώ ή σε υπολογίζω
Λιγότερο από τους άλλους θεούς που προηγήθηκαν από εσένα
Στην μνήμη της ανθρωπότητας.
Ούτε παραπάνω, ούτε λιγότερο είσαι παρά ένας ακόμα θεός.

Έχασες το Πάνθεον. Επειδή ήρθες
Πάρε την θέση σου στο Πάνθεον,
Αλλά πρόσεξε μη τυχόν προσπαθήσεις
Να πάρεις από τους άλλους θεούς αυτό που τους ανήκει!

Το λυπημένο σου πρόσωπο γεμίζει από οίκτο για
την στείρα θλίψη της παλιάς ανθρωπότητας:
Νέα ομορφιά της πρόσφερε,
Ναι, στο παλιό αβέβαιο Πάνθεον.

Αλλά μην αφήνεις τους πιστούς σου να σε εξυμνούν πάνω
Από άλλους και πρωιμότερους θεούς που χρονολογούνται
Από την γέννηση τους ως παιδιά του Κρόνου
Ως κοντινότερο στην ίση καταγωγή των πραγμάτων.

Και ας συλλέγουν καλύτερες μνήμες
Του χάους, της αρχής, και της Νύχτας
Όπου οι θεοί δεν είναι τίποτα
Άλλο από αστέρια υποκείμενα στα καπρίτσια της Μοίρας!

Δεν είσαι παρά ένας ακόμα αιώνιος θεός ανάμεσα στους τόσους.
Δεν είσαι εσύ αλλά οι δικοί σου που μισώ, Ω Χριστέ-
Το Πάνθεον μας που αποφαίνει
πάνω τις αβέβαιες ζωές μας.

Ούτε μεγαλύτερος, ούτε μικρότερος από τους καινούργιους θεούς
Η σοβαρή μορφή σου, τόσο γεμάτη από πόνο
Έφερε κάτι που έλειπε από
την συντροφιά των θεών.

Επομένως κυβέρνησε ως ομότιμος των άλλων στον Όλυμπο,
Ή, αν το επιθυμείς, εδώ στην δυστυχισμένη γη
Πήγαινε, να σκουπίσεις τα δάκρυα
Της βασανισμένης ανθρωπότητας.

Αλλά μην αφήνεις τους ηλίθιους πιστούς σου να
Φράξουν στο όνομα σου την αιώνια πίστη
Μεγαλύτερων παρουσιών
Ή δικών σου συνεργατών.

Ναι αυτοί είναι που μισώ από τα βάθη της
Πεπεισμένης καρδιάς μου και δεν θα ακολουθήσω,
Αυτούς τους προληπτικούς ανίδεους
Στη γνώση των θεών.

~~~

Όσο πιο πολύ αισθανθώ

Όσο πιο πολύ αισθανθώ, όσο πιο πολύ αισθανθώ
σαν διαφορετικά πρόσωπα,
όσο πιο πολλές προσωπικότητες αποκτήσω,
όσο πιο έντονα, πιο στριγκά τις αποκτήσω,
όσο πιο ταυτόχρονα αισθανθώ μ΄όλες αυτές,
όσο πιο ομοιότροπα διαφορετικός, ανομοιότυπα προσεκτικός,
υπάρξω, αισθανθώ, ζήσω, είμαι,
τόσο πιο πολύ θα αποκτήσω τη συνολική ύπαρξη του σύμπαντος,
τόσο πιο πλήρης θα' μαι σ' ολόκληρη την έκταση του διαστήματος,
τόσο πιο όμοιος με τον Θεό, όποιος και να 'ναι,
γιατί, όποιος και να 'ναι, ασφαλώς είναι το Άπαν,
κι έξω απ' Αυτόν έχει μόνο Αυτόν, και το Άπαν γι' αυτόν είναι λίγο.

~~~

Μερικές φορές ξεκινώ να κοιτώ μια πέτρα.

Μερικές φορές ξεκινώ να κοιτώ μια πέτρα.
Δεν αρχίζω να σκέφτομαι, Έχει αισθήσεις;
Δεν κάνω φασαρία ονομάζοντας την αδελφή μου.
Αλλά παίρνω ευχαρίστηση από την ύπαρξη της,
Τη χαίρομαι γιατί δεν νιώθει τίποτα,
Τη χαίρομαι γιατί δεν έχει καμία σχέση μ' εμένα.


Καμιά φορά ακούω τον άνεμο να φυσά,
Και βρίσκω ότι απλά να ακούς τον άνεμο να φυσά, τον καθιστά άξιο να έχει γεννηθεί.

Δεν ξέρω τι θα σκεφτούν οι άλλοι διαβάζοντας αυτό·
Αλλά νομίζω ότι πρέπει να είναι καλό αφού είναι αυτό που σκέφτομαι χωρίς προσπάθεια,
Χωρίς καμιά ιδέα του τι σκέφτονται οι άλλοι ακούγοντας με,
Γιατί το σκέφτομαι χωρίς σκέψεις,
Γιατί το λέω όπως το λένε οι λέξεις μου.

~~~

Αμέτρητες ζωές κατοικούν μέσα μας

Δεν ξέρω, όταν σκέφτομαι ή αισθάνομαι,
Ποιος είναι αυτός που σκέφτεται ή αισθάνεται.
Εγώ είμαι απλά το μέρος
Όπου τα πράγματα νιώθονται ή γίνονται σκέψη

Έχω πάνω από μία ψυχή
Υπάρχουν περισσότερα εγώ από εμένα, τον εαυτό μου.
Υπάρχω, μολαταύτα,
Αδιάφορος προς όλα αυτά.
Τους κλείνω το στόμα: Μιλάω.

Οι διερχόμενες παρορμήσεις που
Αισθάνομαι ή που δεν αισθάνομαι
Παλεύουν μέσα σ' αυτό που είμαι, αλλά εγώ
Τις αγνοώ. Δεν μου υπαγορεύουν τίποτα
Στο εγώ που ξέρω: Γράφω.

~~~

Όλοι εμείς οι ζωντανοί ξοδεύουμε

Όλοι εμείς οι ζωντανοί ξοδεύουμε
Μία ζωή, στο να τη ζούμε,
Μια άλλη, στο να την σκεφτόμαστε.
Και η μόνη ζωή που έχουμε
Μοιράζεται ανάμεσα
Στην αληθινή και την ψεύτικη.

Αλλά ποια είναι η αληθινή
Και ποια είναι η ψεύτικη
Κανένας δεν μπορεί να εξηγήσει.
Και καθώς συνεχίζουμε ζώντας
Η ζωή που σπαταλάμε είναι αυτή
Που είναι καταδικασμένη σε σκέψη.

~~~

"Όσον αφορά τα όνειρα, είμαι όμοιος με το παιδί για τα θελήματα ή τη μοδίστρα. Το μόνο στο οποίο διαφέρω είναι ότι ξέρω να γράφω. Ναι, είναι μια πράξη, μια δική μου πραγματικότητα που με κάνει να διαφέρω από αυτούς. Στην ψυχή είμαι όμοιός τους"Φερνάντο Αντόνιο Νογκέιρα Πεσσόα   (1888-1935)  
Αγαπάω, τα αργόσυρτα καλοκαιρινά βράδια, την ησυxία της κάτω πόλης, και προπάντων την ησυxία που η αντίθεση την κάνει ακόμη εντονότερη στα μέρη που την ημέρα σφύζουν από κίνηση.
Η Ρούα ντου Αρσενάλ, η Ρούα ντα Αλφάντεγκα, οι θλιβεροί δρόμοι που εκτείνονται προς τα ανατολικά, μετά το τέρμα της Ρούα ντα Αλφάντεγκα, οι έρημες αποβάθρες σε ευθεία γραμμή, όλα αυτά με ανακουφίζουν από τη μελαγχολία μου, αν κάποιο από εκείνα τα βράδια εισxωρήσω στη μοναξιά των διαδρομών τους. Ζω σε μια εποχή παλαιότερη από αυτή στην οποία ζω. Απολαμβάνω να νιώθω πως είμαι σύγχρονος του Σεζάριο Βέρδε, κι έχω μέσα μου όχι άλλους στίχους σαν τους δικούς του, αλλά την ίδια ουσία από την οποία είναι φτιαγμένοι οι στίχοι του. Περιφέρω, μέχρι να πέσει η νύχτα, μια αίσθηση ζωής ίδια με αυτών των δρόμων.
Τη μέρα είναι γεμάτοι από φασαρία που δεν σημαίνει τίποτα. Τη νύχτα είναι γεμάτοι από έλλειψη φασαρίας, που πάλι δεν σημαίνει τίποτα. Εγώ τη μέρα είμαι ένα τίποτα, αλλά τη νύχτα είμαι εγώ. Δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα σε μένα και τους δρόμους από την πλευρά της Αλφάντεγκα, εκτός από το ότι αυτοί είναι δρόμοι και εγώ ψυχή, το οποίο μπορεί να μην έχει καμιά σημασία μπροστά στην ουσία των πραγμάτων. Υπάρχει ένα κοινό πεπρωμένο, καθότι αφηρημένο, για τους ανθρώπους και τα πράγματα - ένας εξίσου αδιάφορος ορισμός στην άλγεβρα του μυστηρίου.
Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα... Εκείνες τις αργές και άδειες ώρες ανεβαίνει από την ψυχή στο πνεύμα μου μια θλίψη ολόκληρου του είναι μου, η πίκρα ότι όλα είναι μια αίσθηση δική μου και συνάμα ένα πράγμα εξωτερικό, που δεν είναι στο χέρι μου να το αλλάξω. Αχ, πόσες φορές τα όνειρά μου υψώνονται μπροστά μου σαν πράγματα, όχι για να υποκαταστήσουν την πραγματικότητα, αλλά για να μου πουν ότι της μοιάζουν στο ότι δεν τα θέλω, στο ότι εμφανίζονται ξαφνικά απ' έξω, όπως το τραμ που κάνει στροφή στο βάθος του δρόμου ή όπως η φωνή του νυχτερινού ντελάλη -τι να διαλαλεί αραγε;-, που ξεχωρίζει, αραβική μελωδία, σαν απρόσμενο σιντριβάνι, στη μονοτονία του δειλινού.
Περνούν μέλλοντα ζευγάρια, περνούν μοδιστρούλες δυο δυο, περνούν νεαρoί στο κατόπι της ηδονής, καπνίζουν στο αιώνιo πεζοδρόμιό τους οι συνταξιούχοι των πάντων, πού και πού βγαίνουν στην πόρτα τους για λίγο οι ακίνητοι αλήτες που λέγονται μαγαζάτορες. Αργοί, γεροδεμένοι και καχεκτικοί, οι νεοσύλλεκτοι υπνοβατούν σε παρέες άλλοτε πολύ θορυβώδεις, άλλοτε παραπάνω κι από θορυβώδεις. Πότε πότε εμφανίζεται και κάποιος φυσιολογικός άνθρωπος. Τούτη την ώρα τα αυτοκίνητα δεν είναι πολλά. Αυτά εδώ είναι μουσικά. Στην καρδιά μου υπάρχει μια αγωνιώδης ειρήνη, και η ηρεμία μου είναι καμωμένη από παραίτηση.
Όλα περνούν και τίποτα απ' όλα αυτά δεν μου λέει τίποτα, όλα είναι ξένα στο πεπρωμένο μου, ξένα στο ίδιo τους το πεπρωμένο -ανεμελιά, βρισιές απρόβλεπτες, όταν η μοίρα πετάει πέτρες, αντίλαλοι αγνώστων φωνών-, συλλoγική σαλάτα της ζωής.
Αντιμετωπίζω με ηρεμία, χωρίς τίποτα περισσότερο απ' ό,τι είναι για την ψυχή ένα χαμόγελο, το ενδεχόμενο να κλείσω για πάντα τη ζωή μου σ' αυτή τη Ρούα ντος Ντοραδόρες, σ' αυτό το γραφείο, σ' αυτή την ατμόσφαιρα τούτων των ανθρώπων. Νά 'χω κάτι για να τρώω και να πίνω, και κάπου να μένω, και λίγο ελεύθερο χρόνο για να ονειρεύομαι, να γράφω, να κοιμάμαι' τι άλλο μπορώ να ζητήσω από τους θεούς ή να ελπίσω από τη μοίρα;
Είχα μεγάλες φιλοδοξίες και υπέρμετρα όνειρα - αλλά τα ίδια είχαν και το παιδί για τα θελήματα και η μοδίστρα, γιατί όνειρα έχει όλος ο κόσμος. Αυτό που μας διαφοροποιεί είναι η δύναμη να τα υλοποιούμε ή η τύχη να τα βλέπουμε να υλοποιούνται για μας.
Όσον αφορά τα όνειρα, είμαι όμοιος με το παιδί για τα θελήματα ή τη μοδίστρα. Το μόνο στο οποίο διαφέρω είναι ότι ξέρω να γράφω. Ναι, είναι μια πράξη, μια δική μου πραγματικότητα που με κάνει να διαφέρω από αυτούς. Στην ψυχή είμαι όμοιός τους.
(Απόσπασμα από Το βιβλίο της ανησυχίας (του Μπερνάντο Σοάρες) - Τόμος Α - εκδ. Εξάντας, 2004, δημοσιευμένο στο http://k-m-autobiographies.blogspot.gr. Αποσπάσματα προδημοσιεύθηκαν στο περιοδικό ΠΟΙΗΣΗ - τ.23, 2004. Η μετάφραση είναι της Μαρίας Παπαδήμα)
---
Ο Φερνάντο Αντόνιο Νογκέιρα Πεσσόα (1888-1935), γεννήθηκε στη Λισαβόνα στις 13 Ιουνίου 1888 και πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1935. Την παραμονή του θανάτου του, σημειώνει από την κλίνη του νοσοκομείου: "I Know not what tomorrow will bring". Αυτό που το μέλλον έφερε αναμφισβήτητα είναι η καταξίωση του ως ενός από τους σημαντικότερους ποιητές του εικοστού αιώνα. Ο Πεσσόα είναι ταυτόχρονα ποιητής και μύθος ποιητικός. Έζησε τη ζωή του στα όρια της ανυπαρξίας, δημοσίευσε ελάχιστο μέρος του τεράστιου έργου του, ενός έργου ανολοκλήρωτου και πολλαπλού, το οποίο κληροδότησε στις μέλλουσες γενιές κλεισμένο στο περίφημο μπαούλο, εξασφαλίζοντας έτσι την υστεροφημία του.
Ελάχιστα γεγονότα συνθέτουν τη βιογραφία του: θάνατος του πατέρα του, μετακίνηση μαζί με τη νέα του οικογένεια στο Ντέρμπαν της Αφρικής, αγγλική παιδεία, επιστροφή στη Λισαβόνα, βιοπορισμός ως αλληλογράφος σε εμπορικούς οίκους, ένας λευκός έρωτας, πολλή μοναξιά.
Η πολυσχιδής ποιητική ζωή του βρίσκεται στους αντίποδες της βιογραφίας του. Ο Πεσσόα, ο οποίος υπογράφει το έργο του με το όνομα του αλλά και με τα 72 καταγεγραμμένα ετερώνυμά του, συνιστά μοναδικό παράδειγμα στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Κύριοι συντελεστές σε πρωτοτυπία αλλά και παραγωγικότητα οι εξής τέσσερις ετερώνυμοί του: ο δάσκαλος όλων Αλμπέρτο Καέιρο, ποιητής του "Φύλακα των κοπαδιών", ο εκκεντρικός ναυπηγός μηχανικός Άλβαρο ντε Κάμπος, ποιητής της "Θαλασσινής ωδής" και του "Καταστήματος φιλικών", ο επικούρειος, στωικός κλασικιστής συνθέτης ωδών Ρικάρντο Ρέις και, τέλος, ο Μπερνάρντο Σοάρες, συγγραφέας του "Βιβλίου της ανησυχίας". Αριστοτεχνικός διευθυντής αυτής της ιδιόμορφης ορχήστρας ο ίδιος ο Φερνάντο Πεσσόα, ο ποιητής του "Μηνύματος", ο διηγηματογράφος του "Αναρχικού τραπεζίτη", ο ακάματος δοκιμιογράφος επί παντός του επιστητού, ο θεατρικός συγγραφέας ενός ανολοκλήρωτου "Φάουστ", ο οποίος ορίζει την τέχνη του λέγοντας: "Προσποίηση είναι του ποιητή η τέχνη".
ALVARO DE CAMPOS
[...] Πόσες εθνικότητες στον κόσμο! Πόσα επαγγέλματα! Πόσοι άνθρωποι!
Πόσες μοίρες διαφορετικές μπορεί να κρύβει η ζωή,
η ζωή, τελικά, κατά βάθος, πάντα η ίδια!
Πόσες φάτσες παράξενες! Ολες οι φάτσες είναι παράξενες
και δεν υπάρχει τίποτα ιερότερο από το να κοιτάζεις πολύ τους ανθρώπους.
Η αδελφοσύνη τελικά δεν είναι ιδέα επαναστατική.
Είναι κάτι που μας το μαθαίνει η ζωή, όπου πρέπει να ανεχόμαστε τα πάντα,
και τελικά βρίσκουμε ευχάριστο αυτό που πρέπει ν' ανεχόμαστε,
και καταλήγουμε να κλαίμε σχεδόν από τρυφερότητα γι' αυτό
που ανεχτήκαμε!
Α, όλα τούτα είναι ωραία, είναι ανθρώπινα και ταιριάζουν τόσο
με τα ανθρώπινα συναισθήματα, τόσο κοινωνικά και καθωσπρέπει,
τόσο πολύπλοκα απλά, τόσο μεταφυσικά θλιβερά!
Η πολυτάραχη, η διαφορετική ζωή μάς διαπαιδαγωγεί τελικά στα ανθρώπινα.
Καημένοι άνθρωποι! Καημένοι όλοι μας! [...]
Απόσπασμα από την ποιητική σύνθεση του Φερνάντο Πεσσόα: Θαλασσινή ωδή του Άλβαρο ντε Κάμπος, μτφρ.-επίμ.: Μαρία Παπαδήμα, σχ.: Πάολο Γκέτσι, Εκδόσεις Νεφέλη 2012. Δημοσιευμένο στο http://www.e-poema.eu
 ~~~

ΤΟ ΚΑΠΝΟΠΩΛΕΙΟ

Δεν είμαι τίποτα.
Ποτέ δεν θα’ μαι τίποτα.
Δεν μπορώ να θέλω να’ μαι τίποτα.
Πέρα απ’ αυτό, έχω μέσα μου τα όνειρα του κόσμου όλου.

Παράθυρα της κάμαράς μου,
Μιας κάμαρας, στα εκατομμύρια του κόσμου, που κανείς δεν γνωρίζει ποιά είναι,
(Κι αν την ήξεραν, τι θα ήξεραν?),
που βλέπει στο μύστηριο ενός δρόμου γεμάτου περαστικούς.
Σ’ ένα δρόμο απροσπέλαστο για όλες μου τις σκέψεις.
Πραγματικό, απίθανα πραγματικό, βέβαια, αβέβαια βέβαιο.
Με το μυστήριο των πραγμάτων κάτω από τις πέτρες και τα όντα,
Με τον θάνατο που υγραίνει τους τοίχους και ασπρίζει τα μαλλιά των ανθρώπων.
Με το Πεπρωμένο που σέρνει την άμαξα των πάντων, μέσα από το δρόμο του τίποτα.

Σήμερα είμαι ηττημένος, λες και γνώρισα την αλήθεια.
Σήμερα είμαι διαυγής, λες και πρόκειται να πεθάνω.
Λες και η επαφή μου με τα πράγματα δεν ήταν μεγαλύτερη
απ’το να πω ένα αντίο, αυτό το σπίτι κι αυτή η γωνιά του δρόμου να γίνονται
μια σειρά από βαγόνια, που αναχωρούν στο άκουσμα μιας σφυρίχτρας
που αντηχεί μέσα απ’ το κεφάλι μου,
και ένα τίναγμα των νέυρων κι ένα ράγισμα των οστών καθώς πηγαίνουν.

Σήμερα είμαι συγχυσμένος, σαν κάποιος που αναρωτήθηκε, ανακάλυψε και ξέχασε.
Σήμερα είμαι διχασμένος ανάμεσα στην πίστη μου,
στην εξωτερική πραγματικότητα του Καπνοπωλείου στην άλλη άκρη του δρόμου
και στην εσωτερική αλήθεια του αισθήματός μου, πως όλα δεν είναι παρά ένα όνειρο.

Απέτυχα σε όλα.
Μη έχοντας κανέναν σκοπό, ίσως πράγματι όλα να ήταν ένα τίποτα.
Γνωρίζοντας τι έχω,
γλίστρησα από το παράθυρο στο πίσω μέρος του σπιτιού,
κι ύστερα ξεχύθηκα στον κάμπο με προσδοκίες μεγάλες,
αλλά δεν βρήκα παρά δέντρα και χόρτα,
κι όταν υπήρχαν άνθρωποι δεν ήταν παρά ίδιοι μ’ όλους τους άλλους.
Απομακρύνομαι μ’ ένα βήμα απ’ το παράθυρο και κάθομαι στην καρέκλα. Τι πρέπει να σκεφτώ τώρα?

Πώς να ξέρω ποιός θα γίνω, εγώ που δεν γνωρίζω ποιός είμαι?
Να γίνω αυτός που πιστεύω πως είμαι? Αλλά πιστεύω τόσα πράγματα!
Κι υπάρχουν τόσοι που νομίζουν πως είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα – δεν γίνεται!
Ιδιοφυής? Αυτή τη στιγμή,
Εκατό χιλιάδες εγκέφαλοι ονειρεύονται πως είναι ιδιοφυείς, όπως κι εγώ,
Κι η ιστορία δεν θα καταγράψει, ποιός ξέρει?, ούτε έναν,
και τίποτα παρά κοπριά δεν θα απομείνει από τις μελλοντικές τους επιτυχίες.

Όχι, δεν πιστεύω σ’ εμένα.
Σε κάθε τρελοκομείο, υπάρχουν διαταραγμένοι τρελοί με τόσες πολλές βεβαιότητες!
Εγώ, που δεν έχω καμία βεβαιότητα, είμαι περισσότερο ή λιγότερο εχέφρων?
Όχι, ούτε καν σ’ εμένα.
Σε πόσες σοφίτες και μη-σοφίτες στον κόσμο,
δεν υπάρχουν αιθεροβάμονες της ευφυίας?
Πόσες εμπνεύσεις υψηλές και ευγενείς και διαυγείς –
- ναι, αληθινά υψηλές, ευγενείς και διαυγείς –
Και, ποιός ξέρει, ίσως εφικτές,
δεν θα αντικρίσουν ποτέ το φως του αληθινού ήλιου, μήτε θα ακουστούν από ανθρώπινα αυτιά?

Ο κόσμος είναι γι’ αυτούς που γεννήθηκαν να τον κατακτήσουν,
κι όχι γι’ αυτούς που ονειρεύονται πως το μπορούν – ακόμη κι αν έχουν δίκιο.
Ονειρεύτηκα περίσσοτερο απ’ όσο κατόρθωσε ο Ναπολέων,
Άνοιξα την καρδιά μου στην ανθρωπότητα περισσότερο απ’ τον Χριστό.
Συνέγραψα κρυφά φιλοσοφίες που κανένας Καντ δεν κατάφερε να γράψει.
Αλλα είμαι, κι ίσως να είμαι και για πάντα, αυτός που βρίσκεται στη σοφίτα,
ακόμα κι αν δεν ζω σε μιά.
Θα είμαι πάντα εκείνος που δεν γεννήθηκε γι’ αυτό.
Θα είμαι πάντα εκείνος που είχε προσόντα.
Θα είμαι πάντα εκείνος που περίμενε ν’ ανοίξει μια πόρτα σ’ έναν τοίχο δίχως πόρτες.
Και τραγούδησε το τραγούδι του απείρου σ’ ένα κοτέτσι.
Κι άκουσε τη φωνή του Θεού σ’ ένα κλεισμένο πηγάδι.

Να πιστέψω σ’ εμένα? Όχι, κι ούτε σε τίποτε άλλο.
Ας έλθει η Φύση να χύσει πάνω από το ζεστό μου κεφάλι,
τον ήλιο της, τη βροχή της, τον άνεμο που μου χαιδεύει τα μαλλιά.
Και τα υπόλοιπα που ίσως έρθουν, αν έρθουν, αν πρέπει να έρθουν, ή αν δεν πρέπει,
ας τα κάνει σκλάβους των αστεριών.
Κατακτούμε τον κόσμο, πριν ακόμα σηκωθούμε απ’ το κρεββάτι,
Αλλά ξυπνάμε και είναι αδιαφανής,
Σηκωνόμαστε και είναι ξένος,
Βγαίνουμε από το σπίτι και είναι ολόκληρη η Γη,
κι ακόμα το ηλιακό σύστημα, ο Γαλαξίας και το Άπειρο.

(Φάε σοκολάτες, μικρή
Φάε σοκολάτες! Πίστεψέ με, πέρα απ’ τις σοκολάτες, δεν υπάρχει άλλη μεταφυσική στον κόσμο.
Πίστεψέ με, όλες οι θρησκείες μαζί δεν σε διδάσκουν περισσότερα από ένα ζαχαροπλαστείο.
Φάε, βρώμικη μικρή, φάε!
Μακάρι να μπορούσα να φάω κι εγώ σοκολάτες με τόση ειλικρίνεια όση κι εσύ!
Αλλά σκέφτομαι, ξετυλίγοντας το ασημένιο περιτύλιγμα καμωμένο από κασσίτερο,
Το πετάω στο έδαφος, όπως έκανα και με τη ζωή μου.)

Τουλάχιστον μένει από τη νοσταλγία αυτού που ποτέ δεν θα είμαι,
Η βιαστική καλλιγραφία αυτών των στίχων,
Ένα μπαλκόνι που αγναντεύει το Αδύνατο.
Τουλάχιστον μού μένει για μένα μια περιφρόνηση δίχως δάκρυα,
Ευγενής τουλάχιστον στην μεγαλειώδη χειρονομία μου,
πετάω τα άπλυτα που είμαι εγώ στο πλυντήριο, και στην πορεία των πραγμάτων,
μένω στο σπίτι χωρίς πουκάμισο.

(Εσύ που εφησυχάζεις, που δεν υπάρχεις και γι’ αυτό εφησυχάζεις,
Είτε ελληνίδα θέα, που τη μορφή σου συνέλαβαν σαν ζωντανό άγαλμα,
Ή αλλιώς ρωμαίε πατρίκιε, αδύνατα ευγενή και επιβλαβή,
Ή πριγκήπισσα που σε τραγούδουν οι τροβαδούροι, η πιο πολύχρωμη και γοητευτική,
Ή μαρκησία του 18ου, ψηλομύτα και απόμακρη,
Ή διάσημη κοκότα των χρόνων των γονιών μας,
Ή σύγχρονη – ειλικρινά δεν ξέρω τι –
Όλο αυτό, ό,τι κι αν είναι, δώσε την έμπνευσή σου!

Η καρδιά μου είναι ένας αναποδογυρισμένος κάδος.
Όπως αυτοί που καλούν πνεύματα, καλούν πνεύματα – καλώ
εμένα και δεν βρίσκω τίποτα.
Πηγαίνω στο παράθυρο και παρατηρώ τον δρόμο με απόλυτη ακρίβεια.
Βλέπω τα μαγαζιά, τους διαβάτες, τις άμαξες που περνούν,
Βλέπωτα ενδεδυμένα έμβια όντα να διασταυρώνονται
Βλέπω τα σκυλιά που υπάρχουν εξίσου
Και όλο αυτό με βαραίνει σαν μια καταδίκη στην εξορία,
Και όλο αυτό είναι ξένο, όπως και όλα.)

Έζησα, σπούδασα, αγάπησα κι ακόμα πίστεψα,
Και σήμερα, δεν υπάρχει ζητιάνος που να μην τον ζηλεύω, απλά και μόνο γιατί δεν είναι εγώ.
Στον καθέναν διακρίνω τα κουρέλια του, τις πληγές του, το ψέμα,
Και σκέφτομαι : ίσως ποτέ δεν έζησες, ούτε σπούδασες, ούτε αγάπησες, ούτε πίστεψες.
(Γιατί είναι δυνατό να πλάσεις όλων αυτών την πραγματικότητα, δίχως να κάνεις τίποτα εξ’ αυτών)
Ίσως έχεις μόλις και μετά βίας υπάρξει, σαν μια σαύρα που τής έκοψαν την ουρά,
κι η ουρά της, αυτονομείται από τη σαύρα, σαλεύοντας με φρενίτιδα.

Αυτό που έκανα στον εαυτό μου, δεν το ήξερα.
Κι ό,τι μπορούσα να τον κάνω, δεν το έκανα.
Το ντόμινο που φόρεσα ήταν ολότελα λάθος,
Με πέρασαν από μακρυά για κάποιον άλλον, δεν το αρνήθηκα και χάθηκα.
Σαν θέλησα να βγάλω τη μάσκα,
είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου.
Κι όταν την έβγαλα και κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη,
Είχα ήδη γεράσει.
Ήμουν μεθυσμένος, και δεν ήξερα πια πώς να φορέσω το κοστούμι το οποίο ποτέ μου δεν είχα βγάλει.
Πέταξα μακρυά τη μάσκα και κοιμήθηκα στο βεστιάριο.
Σαν ένα σκυλί που το ανέχεται η διεύθυνση
Γιατί είναι άκακο.
Και θα γράψω αυτήν εδώ την ιστορία για ν’ αποδείξω πως είμαι υπέροχος.

Μουσική των άχρηστων στίχων μου,
Μόνο να μπορούσα να σε δω σαν κάτι που είχα φτιάξει,
αντι να συνεχίσω ν’ αντικρίζω το Καπνοπωλείο στην άλλη μεριά του δρόμου,
Η συνείδηση της ύπαρξής μου που κουρνιάζει στα πόδια μου,
Σαν ένας τάπητας καμωμένος από μεθύστακες,
Ή ένα χαλάκι που έκλεψαν τσιγγάνοι και δεν αξίζει τίποτα.

Αλλά ο Ιδιοκτήτης του Καπνοπωλείου ήρθε στην πόρτα και στέκεται εκεί.
Τον κοιτάζω με την δυσφορία ενός μισογυρισμένου κεφαλιού,
Συνδυασμένη με τη δυσφορία μιας μισο-κενης ψυχής.
Θα πεθάνει και θα πεθάνω.
Θ’αφήσει το σημειωματάριό του, θ’αφήσω τους στίχους μου.
Η επιγραφή του στο τέλος θα πεθάνει, όπως και τα ποιήματά μου.
Και στο τέλος θα πεθάνει κι ο δρόμος όπου βρισκόταν αυτή η επιγραφή,
Όπως κι η γλώσσα στην οποία γράφτηκαν τα ποιήματα.
Κι ύστερα θα πεθάνει κι ο στροβιλιζόμενος αυτός πλανήτης στον οποίον συνέβησαν όλα αυτά.
Σε άλλους δορυφόρους άλλων συστημάτων , κάτι σαν άνθρωποι,
Θα συνεχίσουν να φτιάχνουν κάτι-σαν-ποιήματα, και να ζούν κάτω από κάτι-σαν-επιγραφές.
Πάντα το ένα πράγμα αντίκρυ στο άλλο,
Πάντα το ένα πράγμα εξίσου άχρηστο με το άλλο,
Πάντα το αδύνατο τόσο ηλίθιο όσο η πραγματικότητα,
Πάντα το μυστήριο του βάθους, τόσο αληθινό όσο η σκιά του μυστηρίου στην επιφάνεια.
Πάντα αυτό ή πάντα το άλλο, ή ούτε το ένα, ούτε το άλλο.




Αλλά κάποιος μπήκε στο Καπνοπωλείο (για ν’αγοράσει καπνό?)
Κι η υπαρκτή πραγματικότητα ξαφνικα με κατακεραυνώνει.
Μισοσηκώνομαι στα πόδια μου – μ’ ενέργεια, βέβαιος για τον εαυτό μου, ανθρώπινος –
Και θα προσπαθήσω να γράψω αυτούς τους στίχους για να ισχυριστώ το αντίθετο.
Ανάβω ένα τσιγάρο, καθώς σκέφτομαι να τούς γράψω.
Και σ’ αυτό το τσιγάρο γεύομαι την απελευθέρωσή μου από κάθε σκέψη.
Ακολουθώ τον καπνό σαν να ήταν το δικό μου ίχνος.
Και απολαμβάνω για μια ευαίσθητη και επαρκή στιγμή,
Την απελευθέρωσή μου από κάθε εικασία
Και την επίγνωση ότι οι μεταφυσικές είναι η παρενέργεια του να μην αισθάνομαι καλά.


Έπειτα, αφήνομαι πίσω στην καρέκλα
Και συνεχίζω να καπνίζω.
Όσο μού το επιτρέπει το πεπρωμένο θα συνεχίζω να καπνίζω.
(Αν παντρευόμουν την κόρης της πλύστρας μου,
θα μπορούσα να είμαι εφικτά ευτυχισμένος.)
Δεδομένου αυτού, σηκώνομαι και πηγαίνω προς το παράθυρο.
Ο άντρας βγήκε απ’ το καπνοπωλείο (βάζει τα ρέστα στην τσέπη του?)
Α, τον γνωρίζω : είναι ο Εστέβες, δίχως μεταφυσικές.
(Ο Καπνοπώλης ήρθε στην πόρτα.)
Ορμώμενος θαρρείς από κάποιο θείο ένστικτο, ο Εστέβες γύρισε και με είδε.
Με χαιρέτησε, και φώναξα κι εγώ από μακρυά "Γειά σου, Εστέβες!" και το σύμπαν
ανασυγκροτήθηκε μέσα μου, χωρίς ιδανικά ή ελπίδα, και ο Καπνοπώλης χαμογέλασε.


Álvaro de Campos ( Fernando Pessoa )

~~~

Επτά Ποιήματα


ΧIII

Ανάλαφρος, ανάλαφρος, πολύ ανάλαφρος
Ο άνεμος περνάει ανάλαφρος.
Φεύγει μετά, πάντα ανάλαφρος.

Τι σκέφτομαι δεν ξέρω.
Και ούτε να το μάθω επιζητώ.

[…]

XΧΧ

Αν θέλουν να έχω μυστικισμό, εντάξει, τον έχω.
Είμαι μυστικιστής, αλλά μονάχα με το σώμα.
Η ψυχή μου είναι απλή και δεν σκέφτεται.

Ο μυστικισμός μου συνίσταται στο να αρνείται τη γνώση.
Μόνο να ζω θέλω, κι αυτό να μην το σκέφτομαι.

Δεν ξέρω τι είναι φύση: την τραγουδώ.
Ζω στην κορφή ενός λοφίσκου,
Σ’ ένα ασβεστωμένο σπίτι, μοναχικό.
Κι αυτός είναι ο ορισμός μου.


ΧΧΧVI

Υπάρχουν ποιητές που είναι τεχνίτες
Και δουλεύουν τους στίχους
Όπως οι μαραγκοί το ξύλο!

Τι λυπηρό να μην ξέρεις ν’ ανθίζεις!
Να’ χεις να βάζεις στίχο σε στίχο, όπως αυτός
Που χτίζει έναν τοίχο
Και βλέπει αν στέκει καλά
Και τον γκρεμίζει αν δεν είναι έτσι!

Αλλά το μόνο έργο τέχνης είναι η Γη μας
Που αλλάζει, και πάντα η ίδια είναι και πάντα ωραία…

Το σκέφτομαι, όχι όπως ο οποιοσδήποτε σκέφτεται,
Αλλά όπως αυτός που αναπνέει.
Κοιτάζω τα λουλούδια και γελάω…
Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνουν ούτε κι εγώ αν τα καταλαβαίνω…
Γνωρίζω όμως ότι η αλήθεια μαζί τους και μαζί μου είναι
Στην κοινή μας θεότητα
Που μας αφήνει να φύγουμε, να ζήσουμε για τη Γη,
Ευτυχισμένοι στα χέρια τις εποχές να σηκώνουμε
Ν’ αφήνουμε τον άνεμο να μας αποκοιμίζει
Και στα όνειρά μας, όνειρα να μην έχουμε.

Όποιος έχει λουλούδια ανάγκη τον Θεό δεν έχει.


XL

Μια πεταλούδα περνά από μπροστά μου
Και για πρώτη φορά παρατηρώ στη Δημιουργία
Ότι δεν έχουν χρώμα ή κίνηση οι πεταλούδες,
Κανονικά, όπως χρώμα ή άρωμα δεν έχουν τα λουλούδια.
Χρώμα είναι αυτό που χρωματίζει της πεταλούδας τα φτερά
Κίνηση είναι αυτό που υπεισέρχεται στην κίνηση της πεταλούδας
Άρωμα είναι αυτό που αρωματίζει του λουλουδιού τη μυρωδιά.
Η πεταλούδα είναι μονάχα πεταλούδα
Και το λουλούδι, απλά ένα λουλούδι.


XLII

Η άμαξα πέρασε από το δρόμο κι έφυγε
Κι ο δρόμος δεν έγινε ούτε πιο άσχημος ούτε πιο όμορφος.
Έτσι και με των ανθρώπων τη δράση, σε όλο τον κόσμο.
Δεν αφαιρούμε και δεν προσθέτουμε τίποτα.
Περνάμε και ξεχνιόμαστε.

Κι ο ήλιος έρχεται κάθε μέρα στην ώρα του


7-5-1914

Όταν έρθει η Άνοιξη
Ίσως πια να μη βρίσκομαι στον κόσμο.
Σήμερα, να μπορούσα θα’ θελα
Την Άνοιξη σαν πρόσωπο να την σκεφτώ.
Θα μπορούσα έτσι να φανταστώ πως κλαίει για μένα
Βλέποντας πως το φίλο το μοναδικό της έχει χάσει.
Μα η Άνοιξη δεν είναι ούτε πράγμα,
ούτε ένας τρόπος να μιλάς.
Ούτε τα λουλούδια, ούτε τα πράσινα φύλλα επιστρέφουν
Υπάρχουν νέα φύλλα, νέα λουλούδια
Υπάρχουν νέες, μυρωδάτες μέρες.
Τίποτα δεν γυρίζει, δεν επαναλαμβάνεται
Επειδή είναι πραγματικό το κάθε τι.


7-11-1915

Ίσως αυτή να είναι
Η τελευταία μέρα της ζωής μου.
Το χέρι το δεξί μου σήκωσα τον ήλιο χαιρετώντας.
Μα δεν τον χαιρετούσα για αντίο.
Ήμουν χαρούμενος
Που να τον δω ακόμα μια φορά μπορούσα.
–Αυτό ήταν όλο.

F e r n a n d o P e s s o a (1888-1935)
Μετάφραση Γιάννης Σουλιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου